Όλα τα θηλαστικά παράγουν δάκρυα προκειμένου να ενυδατώνουν τα μάτια τους και να προλαμβάνουν στους ερεθισμούς, όμως το κλάμα, δηλαδή τα δάκρυα που παράγονται ως αποτέλεσμα συναισθηματικής φόρτισης, είναι προνόμιο μόνο των ανθρώπων. Έχει διαπιστωθεί, μάλιστα, ότι τα ανθρώπινα δάκρυα διαφέρουν στη σύστασή τους από αυτά των ζώων, καθώς περιέχουν λευκίνη-εγκεφαλίνη, μια ενδορφίνη που βελτιώνει τη διάθεση και ανακουφίζει από τον πόνο (εξού και το αίσθημα χαλάρωσης που έχουμε μετά από ένα... καλό κλάμα).
Το κλάμα ξεκινά από το λιμβικό σύστημα, το τμήμα του εγκεφάλου που διαχειρίζεται τα συναισθήματα μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος και που ελέγχει τις ακούσιες αντιδράσεις. Το συγκεκριμένο σύστημα αποτελείται από δύο μέρη: το συμπαθητικό, που παράγει τις επιθετικές αντιδράσεις και το παρασυμπαθητικό που βοηθάει στη διαχείριση των συναισθημάτων μας ώστε να επιτευχθεί η ηρεμία και η χαλάρωση. Συχνά η γκρίνια ξεκινά ως αντίδραση του συμπαθητικού συστήματος («Θέλω να φάω κι άλλο μπισκότο») αλλά για να φτάσει ένα παιδί να ξεσπάσει σε κλάματα χρειάζεται να αναλάβει δράση το παρασυμπαθητικό σύστημα. Έτσι, όταν αρχίζουν να τρέχουν τα δάκρυα, ο εγκέφαλός του έχει περάσει από τη διαδικασία της επιδίωξης σ' αυτή τη θλίψης, καθώς αντιλαμβάνεται ότι είναι μάταιο να διεκδικεί αυτό που θέλει. Στη συνέχεια, ακολουθεί η αποδοχή και η προσαρμογή. Επιπλέον, υπάρχει και άλλη μία εξήγηση που δικαιολογεί το κλάμα από την πλευρά της εξέλιξης: αποτελεί ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι ένα παιδί έχει ανάγκη από φροντίδα!
Σε κάθε περίπτωση, κι επειδή το θέαμα ενός παιδιού που κλαίει είναι εξαιρετικά δυσάρεστο για όλους τους γονείς, είναι χρήσιμο να κατανοήσουμε ότι τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά του αποτελούν ενδείξεις ότι έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία που θα το βοηθήσει να ξεπεράσει την απογοήτευση.