Υπάρχουν πολλά παιδιά που αρχίζουν από πολύ νωρίς να κάθονται στο μπροστινό κάθισμα στο αυτοκίνητο των γονιών τους, επειδή είναι αρκετά μεγαλόσωμα για την ηλικία τους ή επειδή όλοι οι συνομήλικοί τους κάθονται μπροστά! Ωστόσο, υπάρχει λόγος που ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας προβλέπει ότι τα παιδιά πρέπει να βρίσκονται πίσω μέχρι τουλάχιστον την ηλικία των 12 ετών -και μάλιστα πολύ σημαντικός!
Τα συστήματα ασφαλείας των αυτοκινήτων έχουν μελετηθεί, σχεδιαστεί και δοκιμαστείς για ενήλικες. Και τα παιδιά δεν είναι μικροί ενήλικες! Για παράδειγμα, οι ζώνες ασφαλείας είναι σχεδιασμένες για να κρατούν στη θέση του ένα άτομο σε περίπτωση σύγκρουσης, στηρίζοντάς τον από το στέρνο και από το οστό της λεκάνης, όπου εφάπτεται το κάτω μέρος της ζώνη, δηλαδή από τις δύο πιο στιβαρές περιοχές της σπονδυλικής στήλης ενός ενηλίκου. Τα παιδιά όμως, ακόμα κι όταν στο ύψος ή το βάρος προσεγγίζουν το μέγεθος ενός ενήλικα, δεν έχουν την ίδια εσωτερική κατασκευή. Τα οστά της λεκάνης δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένα πριν τα 12, έτσι η ζώνη δύσκολα θα συγκρατηθεί από αυτά σε περίπτωση σύγκρουσης. Το πιο πιθανό είναι να γλιστρήσει προς την κοιλιά, αυξάνοντας την πιθανότητα τραυματισμού των εσωτερικών οργάνων του παιδιού.
Η δε περιοχή του στέρνου είναι ακόμα πιο ανώριμη! Τα οστά εκεί αρχίζουν να ωριμάζουν στα 11, αλλά πρέπει να φτάσει κάποιος στην ηλικία των 17 ετών για να αναπτυχθούν πλήρως. Μέχρι τότε, η προστασία που προσφέρει η ζώνη ασφαλείας δεν είναι η μέγιστη δυνατή.
Αντίθετα, οι πίσω θέσεις προσφέρουν έξτρα ασφάλεια γιατί είναι όσο πιο μακριά γίνεται από τις περιοχές που ευθύνονται για τους περισσότερους τραυματισμούς: το παρμπρίζ, το ταμπλό και τους αερόσακους. Επιπλέον, σύμφωνα με όλες τις σχετικές έρευνες:
Η μεταφορά των παιδιών σε ειδικό κάθισμα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, μειώνει τις πιθανότητες θανάσιμου τραυματισμού κατά 33%.
Οι επιβάτες που κάθονται στα μπροστινά καθίσματα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο τραυματισμού.
Όσοι κάθονται πίσω προστατεύονται κατά 60% καλύτερα σε περίπτωση πλευρικής σύγκρουσης.
Οι επιπτώσεις μιας σύγκρουσης για έναν ανήλικο επιβάτη εξισώνονται με αυτές που προκύπτουν σε έναν ενήλικα μετά την ηλικία των 13 ετών.