«Δεν πρόκειται να πάμε βόλτα εάν πρώτα δεν μαζέψεις το δωμάτιό σου, εντάξει;»... Μια έκφραση που (σε πολλές παραλλαγές) ακούγεται πολύ συχνά από το στόμα όλων των γονιών. Μήπως μπορείτε να εντοπίσετε τη λέξη που ιδανικά δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνεται;
Μιλάμε για τη λέξη «εντάξει» που, ακολουθούμενη από ένα ερωτηματικό, αποτελεί ένα πολύ συνηθισμένο κλείσιμο κάθε απόπειράς μας να επιβάλουμε την πειθαρχία στα παιδιά μας. «Σε δυο λεπτά φεύγουμε από τις κούνιες, εντάξει;», «φάε το φαγητό σου και θα φας μετά παγωτό, οκ;»... Συνήθως την προσθέτουμε σε μια προσπάθεια να καταστήσουμε σαφές ότι το παιδί έχει κατανοήσει πλήρως τι του ζητάμε να κάνει (ή να μην κάνει). Όμως οι ειδικοί συμβουλεύουν να αντισταθούμε στον πειρασμό να... κοτσάρουμε ένα «εντάξει;» κάθε φορά που επιπλήττουμε ή ζητάμε κάτι από το παιδί μας.
Γιατί όμως νιώθουμε την ανάγκη να κάνουμε κάθε εντολή προς το παιδί να μοιάζει με ερώτηση; Ο λόγος είναι ότι ως γονείς θέλουμε να δίνουμε στο παιδί μας επιλογές και όχι να επιβάλλουμε την άποψή μας δικτατορικά, γιατί κάτι τέτοιο ακούγεται πιο «σκληρό». Επιπλέον, κακά τα ψέματα, θέλουμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να αποφύγουμε ένα ξέσπασμα γκρίνιας εκ μέρους του! Προφανώς, οι προθέσεις μας είναι οι καλύτερες, όμως στην πράξη το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δίνουμε ασαφείς οδηγίες προς το παιδί και τελικά να μπερδεύουμε αντί να το κατευθύνουμε προς τη σωστή συμπεριφορά. Όπως σχολιάζει η ψυχοθεραπεύτρια και συγγραφέας του βιβλίου The Self-Aware Parent δρ. Φαρν Ουόλφις «Όταν η μαμά ή ο μπαμπάς κολλάει ένα 'εντάξει;' στο τέλος κάποιας εντολής ή οδηγίας προς το παιδί, αποδυναμώνει το μήνυμα που θέλει να περάσει και αφήνει το υπονοούμενο ότι χρειάζεται η συγκατάθεση του παιδιού προκειμένου αυτό να γίνει πράξη».
Τι πρέπει να κάνουμε;
Απλά πείτε αυτό που θέλετε ευθέως και οι πιθανότητες το παιδί να προσαρμόσει ανάλογα τη συμπεριφορά του αυξάνονται σημαντικά. «Ακόμα κι ένα μικρό παιδάκι 2 ετών μπορεί να καταλάβει ότι όταν πρόκειται για ερώτηση, έχει τη δυνατότητα να επιλέξει εάν θα συμμορφωθεί», σχολιάζει η αμερικανίδα σύμβουλος γονέων Κλερ Λέρνερ. Όταν λοιπόν δεν τίθεται ζήτημα επιλογής, αλλά το μόνο που θέλετε είναι να βάλει τα παπούτσια του και να πάρει την τσάντα του για να μην αργήσετε στο σχολείο, δεν χρειάζεται να ρωτήσετε αν «είναι εντάξει μ' αυτό»! Το ίδιο ισχύει και με διάφορους άλλους τρόπους με τους οποίους προσπαθούμε να «χρυσώσουμε το χάπι» στο παιδί, όπως για παράδειγμα όταν μιλάμε σε α' πληθυντικό (π.χ. «έλα τώρα να μαζέψουμε τα παιχνίδια») τη στιγμή που δεν έχουμε την παραμικρή πρόθεση να συμμετέχουμε στη διαδικασία.
Μπορείτε να διευκολύνετε ακόμη περισσότερο το παιδί, κάνοντας τα πράγματα πιο σαφή και δηλώνοντας πότε κάτι που λέτε είναι επιλογή και πότε εντολή. Για παράδειγμα, όταν έχει το δικαίωμα να επιλέξει πείτε «έχεις δύο επιλογές: θες να βάλεις το μπουφάν ή τη ζακέτα;« Αντίθετα, όταν απλά πρέπει να φορέσει το μπουφάν, πείτε ξεκάθαρα «Φόρεσε το μπουφάν σου».
Και μην νιώθετε ενοχές ή πιστεύετε ότι μιλάτε πολύ αυστηρά. Αντιθέτως, τα παιδιά χρειάζονται τη σαφήνεια γιατί τα κάνει να νιώθουν ασφάλεια και σταθερότητα, ενώ τους επιτρέπει να ελέγχουν καλύτερα τη συμπεριφορά τους. Όταν, για παράδειγμα, λέτε «κλείσε τώρα την τηλεόραση, εντάξει;», εκείνα σκέφτονται «καθόλου εντάξει, δεν θέλω να την κλείσω». Έτσι, εάν λίγα λεπτά αργότερα επιστρέψετε με μια πιο αυστηρή οδηγία, του τύπου «σου είπα να κλείσεις την τηλεόραση τώρα αμέσως», μπερδεύονται! Και τα παιδιά χρειάζονται σαφή καθοδήγηση. Μόνο έτσι θα τα βοηθήσουμε να μάθουν πώς λειτουργεί ο κόσμος γύρω τους...