Και μετά γέννησα. Το μωρό μπήκε στην εντατική για μία εβδομάδα. Και οι εκατομμύρια λέξεις που είχαν περάσει μπροστά από τα μάτια μου, αυτές που πίστευα ότι είχαν εντυπωθεί στο μυαλό μου και θα ήταν ο οδηγός μου στη μητρότητα, ξαφνικά διαγράφηκαν. Μωρό να βάλω στο στήθος δεν είχα, είχα θήλαστρο. Ένα πλαστικό χωνί αντί για βρεφικά χείλη. Επισκέψεις στην εντατική, δύο τη μέρα, ράμματα που πονούσαν (ίσως και ο πλακούντας που έμεινε αμανάτι από τον τοκετό). «Νυστάζει, ας μην τον ταλαιπωρήσουμε, βάλε το αντλημένο σου γάλα στο μπουκάλι και δωσ’ το». Και το έδινα. Καλύτερα δεν ξέρουν αυτές από μένα;
Επιστροφή στο σπίτι, οξύ λουμπάγκο. Το μωρό να θέλει να θηλάσει κι εγώ να μην μπορώ καλά καλά να σηκωθώ από το κρεβάτι. «Θα βγάζεις το γάλα σου με το θήλαστρο και θα το πετάς». Πάλι θήλαστρο. Το πετούσα με πόνο καρδιάς, πάνω που είχε αρχίσει να αυξάνεται η παραγωγή μου. Όσο οι μέρες περνούσαν και ο πόνος δεν έφευγε, τόσο με βόλευε το ξένο γάλα. Με βόλεψε τόσο πολύ, που επέλεξα –ναι, επέλεξα- να ταΐζω με αυτό το μωρό μου.
Θυμάμαι το μήνυμα της Λίνας, που θηλάζει ακόμα την δύο ετών κόρη της: «Μην αυτομαστιγώνεσαι με τον θηλασμό. Ειδικά δε αφού προσπάθησες». Να αυτομαστιγωθώ; Αμάν πια με αυτές τις σκληροπυρηνικές μανάδες, μανία να σε φορτώνουν με ενοχές! Η φίλη μου η Λίνα απέχει κάποια εκατοντάδες χιλιόμετρα από τα να χαρακτηριστεί hardcore, εκείνη την περίοδο όμως είχα πείσει τον εαυτό μου πως είχα κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα. Και δεν είχα σκοπό να αφήσω κανέναν να υπονοήσει το αντίθετο.
Λίγους μήνες αργότερα, αφού η μητρότητα μου είχε ρίξει ένα δυνατό χαστούκι και το αποτύπωμά του στο μάγουλο μόλις είχε αρχίσει να φεύγει, άρχισα ξανά να διαβάζω. Το μυαλό μου είχε ταρακουνηθεί όσο έπρεπε για να αρχίσω σιγά σιγά να αποδέχομαι την πραγματικότητα: στο μαιευτήριο είχαν σαμποτάρει τις πρώτες μου επαφές με το παιδί, τα χάπια για τη μέση ήταν συμβατά με τον θηλασμό, αλλά κανείς δε μου το είπε, άρα ο νεροχύτης άδοξα φιλοξένησε το μητρικό γάλα και η σκόνη θα μπορούσε να αποφευχθεί –με κόπο, προσπάθεια, όμως θα μπορούσε. Και πλέον, επίσημα και χωρίς αμφιβολία, είχα ενοχές. Όχι γιατί δεν ήμουν καλή μάνα, αλλά γιατί εγώ, που «τα έπαιζα στα δάχτυλα», δεν ήξερα τελικά που πάνε τα τέσσερα. Όλα θα ήταν διαφορετικά αν ήξερα καλύτερα, αν είχα ενημερωθεί σωστότερα. Τι γονιός είχα επιλέξει να είμαι;
Συνεχίζοντας την αναζήτηση, ευτυχώς ανακάλυψα και κάτι ευχάριστο: τουλάχιστον το ένστικτό μου δε με είχε προδώσει. «Το έχεις αφήσει να κλάψει;» «Να κλάψει; Για πόσο; Ένα λεπτό»; «Όχι βέβαια ένα! Δέκα, είκοσι». Όχι, δεν είχα αφήσει το παιδί μου να κλάψει, για κανένα λεπτό. Δεν του στέρησα την αγκαλιά για να μην κακομάθει. Έφτιαξα νόστιμα και άνοστα σπιτικά μπισκότα χωρίς ζάχαρη, απέφυγα τα παιδικά γιαούρτια, αμφισβήτησα παιδιάτρους, διαφώνησα με άλλες μανάδες, στραβοκοίταξα και με στραβοκοίταξαν.
Όσο ο γιος μου μεγάλωνε, προσπάθησα να καταλήξω τι γονιός είχα επιλέξει να είμαι. Όχι, η απόφαση δεν ήταν δική μου. Έγινα ο γονιός που επέλεξε το παιδί μου. Εκείνος αποφάσισε για μένα. Και μου χάρισε την πολυτέλεια να βάλω σε μία διακριτική γωνία τις ενοχές μου, τόσο ώστε να μην τις ξεχνάω, αλλά να μπορώ να μαθαίνω κάθε μέρα μεγαλώνοντας μαζί του.
Ρούλα Κεφάκη