Δυσανεξία στη λακτόζη οναμάζουμε την ατελή πέψη της λακτόζης, δηλαδή του σακχάρου που περιέχεται στο γάλα, λόγω έλλειψης του ενζύμου λακτάση, το οποίο παράγεται στο πάνω τμήμα των κυττάρων του εντέρου.
Η λακτάση προκαλεί την αποδόμηση της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη, δηλαδή σε σάκχαρα εύκολα απορροφήσιμα στην κυκλοφορία του αίματος.
Η λακτόζη που δεν διασπάται στα παραπάνω σάκχαρα, δεν απορροφάται από το λεπτό έντερο και περνά στο παχύ έντερο, όπου έρχεται σε επαφή με τη μικροβιακή χλωρίδα του. Το αποτέλεσμα είναι η πρόκληση ζυμώσεων και η παραγωγή αερίων (διοξειδίου του άνθρακα και αερίων υδρογόνου), που προκαλούν διάταση του αυλού του εντέρου, η οποία επιφέρει κοιλιακό άλγος, «φούσκωμα» και αέρια στο παιδί. Επιπλέον, οι ζυμώσεις έχουν ως αποτέλεσμα την προσέλκυση νερού στον αυλό του εντέρου και ενδεχομένως, την πρόκληση διαρροιών.
Η δυσανεξία στη λακτόζη ονομάζεται πρωτοπαθής (συγγενής αλακτασία και όψιμα εκδηλούμενη), όταν είναι κληρονομούμενη νόσος και δευτεροπαθής, όταν είναι επιπλοκή άλλων νοσημάτων (γαστρεντερίτιδα, κοιλιοκάκη, ΙΦΝΕ).
Η δυσανεξία στη λακτόζη εκδηλώνεται κυρίως με:
- Κοιλιακό άλγος
- Μετεωρισμό κοιλίας («φούσκωμα»)
- Βορβορυγμούς (γουργουρητά)
- Διαρροϊκές κενώσεις
Αν πιστεύετε ότι το παιδί σας έχει δυσανεξία στη λακτόζη, απευθυνθείτε στον παιδογαστρεντερολόγο!
Έχετε υπ' όψη σας ότι πολλά νοσήματα του πεπτικού συστήματος μπορούν να συνδυάζονται με κοιλιακό πόνο και διάρροιες. Το ιστορικό, η κλινική εξέταση και ο εργαστηριακός έλεγχος θα βοηθήσουν να γίνει σωστή διάγνωση.
Η θεραπεία εξαρτάται από την αιτία της έλλειψης. Η συγγενής αλακτασία, αν και πολύ σπάνια, είναι επείγουσα ιατρική κατάσταση και χρήζει άμεσης ειδικής αντιμετώπισης.
Για την όψιμα εκδηλούμενη δυσανεξία στη λακτόζη (έναρξη συμπτωμάτων μετά τα 2-3 έτη ζωής), θεραπευτικά χορηγούνται ειδικά γάλατα με λιγότερη λακτόζη. Η χορήγηση γάλατος που έχει υποστεί επεξεργασία αφαίρεσης ποσοστού 70% της λακτόζης, σε ποσότητα γίνεται καλά ανεκτή από τον οργανισμό. Εναλλακτικά, η χορήγηση κίτρινου τυριού ή γιαουρτιού, σε ποσότητες που είναι καλά ανεκτές και με τον ισομερή καταμερισμό των γαλακτοκομικών κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορεί να δοκιμαστεί.
Με την κατά καιρούς σταδιακή αύξηση της χορηγούμενης ποσότητας των γαλακτοκομικών προϊόντων, με στόχο τη βελτίωση της ανοχής του εντέρου του παιδιού. Έχει φανεί σε μελέτες, ότι κάποια άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, είναι ενδεχόμενο να ανέχονται με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερη σε σχέση με πριν, ποσότητα γαλακτοκομικών προϊόντων, λόγω της σταδιακής προσαρμογής της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου τους στις αλλαγές της δίαιτας.
Στην περίπτωση που η δυσανεξία στη λακτόζη προκλήθηκε σε βρέφος ή νήπιο ως επιπλοκή οξείας γαστρεντερίτιδας, αρκεί η μείωση ή η πλήρης αφαίρεση της λακτόζης από το διαιτολόγιό του, για διάστημα που κυμαίνεται από δύο εβδομάδες έως δύο μήνες. Για το σκοπό αυτό χορηγούνται ειδικά γάλατα και κρέμες, που διατίθενται από τα φαρμακεία. Το είδος της δίαιτας και το διάστημα εφαρμογής της καθορίζεται από το θεράποντα ιατρό, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και τη βαρύτητα της νόσου.
Στην περίπτωση που η δυσανεξία στη λακτόζη οφείλεται σε χρόνια εντεροπάθεια, όπως είναι η κοιλιοκάκη, η αλλεργία στο γάλα αγελάδας κ.ά., είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση του κύριου νοσήματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η βλάβη του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου. Η διαδικασία αυτή απαιτεί μερικές εβδομάδες ή και μήνες. Στο μεσοδιάστημα, το παιδί σιτίζεται με ειδικά προϊόντα χωρίς λακτόζη, που διατίθενται από τα φαρμακεία.
Όταν εφαρμόζεται δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λακτόζη, πρέπει να ελέγχεται εάν η δίαιτα αυτή παρέχει τις αναγκαίες για την ανάπτυξη του παιδιού, ποσότητες ασβεστίου και βιταμινών (βιταμίνης Β2 και βιταμίνης D). Στην περίπτωση που αυτό δεν γίνεται, ο παιδίατρος χορηγεί τα κατάλληλα σκευάσματα ασβεστίου και βιταμινών, για όσο διάστημα χρειαστεί.
Από την Ελληνική Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας, Ηπατολογίας και Διατροφής.