Όταν αναφερόμαστε στη «νυχτερινή ενούρηση» μιλάμε για τη μη ηθελημένη απώλεια ούρων κατά τη διάρκεια του ύπνου, η οποία συμβαίνει μετά την ηλικία των πέντε ετών με δύο ή περισσότερα επεισόδια κατά τη διάρκεια ενός μήνα. Η νυχτερινή ενούρηση εμφανίζεται τρεις φορές πιο συχνά στα αγόρια απ’ ότι στα κορίτσια.
Η νυχτερινή ενούρηση εμφανίζεται σε πρωτοπαθή και δευτεροπαθή. Πρωτοπαθή ενούρηση έχουμε όταν το παιδί δεν απέκτησε ποτέ απόλυτο έλεγχο των σφιγκτήρων του. Δε σταμάτησε να ‘’βρέχει’’ το κρεβάτι του. Δευτεροπαθή ενούρηση έχουμε όταν το παιδί ενώ είχε αποκτήσει τον έλεγχο, αρχίζει ξαφνικά να βρέχει το κρεβάτι του.
Πρόκειται για μία κατάσταση πολυπαραγοντική. Μπορεί να οφείλεται δηλαδή σε σωματικούς, ψυχολογικούς ή κληρονομικούς παράγοντες. Η λοίμωξη της ουροδόχου κύστης, ο διαβήτης, ο υπερθυρεοειδισμός, η δυσκοιλιότητα, το μικρό μέγεθος της κύστης αποτελούν πιθανές αιτίες εμφάνισης της νυχτερινής ενούρησης. Μεγάλο ρόλο παίζεικαι η κληρονομικότητα. Αν και οι δύο γονείς είχαν το ίδιο πρόβλημα το παιδί έχει περίπου 70% πιθανότητα να εμφανίσει νυχτερινή ενούρηση.Οι ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να σχετίζονται με την γέννηση ενός μωρού στην οικογένεια, με μία μετακόμιση, με την απώλεια ενός μέλους της οικογένειας, με την χαμηλή αυτοεκτίμηση του παιδιού ή με τους καβγάδες και την ένταση που μπορεί να επικρατεί στο σπίτι.Ας δούμε πιο κάτω μερικές τεχνικές που μπορεί να εφαρμόσει ο γονιός για να βοηθήσει το παιδί του.
- Υπενθυμίζουμε στο παιδί να πάει τουαλέτα πριν πέσει για ύπνο.
- Αποφεύγουμε να δίνουμε στο παιδί υγρά πριν κοιμηθεί.
- Δεν τιμωρούμε το παιδί επειδή βρέχει το κρεβάτι του -δεν είναι κιάτι που κάνει επίτηδες.
- Κρατάμε ένα ημερολόγιο σημειώνοντας τα περισταστικά και επιβραβεύουμε το παιδί για κάθε νύχτα χωρίς ενούρηση.
Στην αγορά υπάρχουν ειδικοί αισθητήρες που τοποθετούνται στο κρεβάτι και μόλις πέσει η πρώτη σταγόνα ενεργοποιούνται και ξυπνάνε το παιδί έτσι ώστε να πάει τουαλέτα. Επίσης, υπάχουν και ειδικά εσώρουχα που λειτουργούν με παρόμοιο μηχανισμό. Τέλος, υπάρχει και φαρμακευτική αγωγή, η οποία χρησιμοποιείται όμως μόνο σε παιδιά μεγαλύτερα των 6 ετών και η οποία αν εφαρμοστεί μόνη της έχει μεγάλο ποσοστό υποτροπής.
Γενικότερα καλό θα ήταν οι γονείς να απευθύνονται πρώτα σε παιδίατρο έτσι ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο κάποιου οργανικού προβλήματος και στη συνέχεια να συμβουλευτούν κάποιο ειδικό.
Με τη συνεργασία της Μαρίας Τσιμάκου (Ψυχολόγος - Ειδικευμένη στη Συμβουλευτική).