Η ανάπτυξη ενός εμβρύου μέσα στη μήτρα αλλά και το μέγεθός του όταν γεννιέται, ιδιαίτερα το μήκος του, είναι εντυπωσιακά παρόμοια σε όλο τον κόσμο, με μοναδική προϋπόθεση οι μητέρες τους να είναι υγιείς, να λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση και να τρέφονται σωστά. Αυτό έδειξε μια μεγάλη παγκόσμια έρευνα που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με τη συμμετοχή περίπου 60.000 εγκύων από διάφορες περιοχές του πλανήτη, όπως η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, η Ιταλία, η Κένυα, το Ομάν, η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ.
Μολονότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο μέσο μέγεθος γέννησης ενός μωρού σε διαφορετικά μέρη του κόσμου –γεγονός που επηρεάζει άμεσα την υγεία τους στο μέλλον- αυτές έχουν να κάνουν με τον υποσιτισμό και την κακή υγεία των μητέρων και όχι με τη φυλή ή την εθνικότητα, όπως υποστήριζαν παλαιότερες έρευες, τονίζουν σήμερα οι επιστήμονες.
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές έκαναν υπερηχογραφικούς ελέγχους σε διάφορα στάδια της εγκυμοσύνης, για να μετρήσουν την ανάπτυξη των εμβρύων και χρησιμοποίησαν σε όλες τις χώρες ακριβώς τις ίδιες μεθόδους και τα ίδια μηχανήματα. Επίσης, πήραν μετρήσεις του μήκους και της περιφέρειας κεφαλής των νεογνών αμέσως μετά τη γέννηση. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όταν το επίπεδο της εκπαίδευσης, της ποιότητας της διατροφής και της υγείας των μητέρων είναι κοινό, τότε αποκτούν μωρά με παρόμοια ανάπτυξη στη μήτρα και ίδιες πιθανότητες να έχουν καλή υγεία στο μέλλον.
«Προς το παρόν, όλοι οι άνθρωποι δεν είμαστε ίσοι όταν γεννιόμαστε, αλλά μπορούμε να γίνουμε», σχολίασε ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Γυναικολογίας και Μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Χοσέ Βιλάρ. «Μπορούμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε όλοι οι άνθρωποι να ξεκινάνε τη ζωή τους με τις ίδιες ευκαιρίες, φροντίζοντας ώστε οι μητέρες να έχουν την ίδια εκπαίδευση και διατροφή, θεραπεύοντας τις λοιμώξεις και παρέχοντας σωστή προγεννητική φροντίδα. Γι’ αυτό, ας μην πει κανείς ότι σε κάποια μέρη του πλανήτη, οι γυναίκες είναι ‘γραφτό’ τους να αποκτούν μικρόσωμα παιδιά γιατί απλώς δεν είναι αλήθεια».
Τα αποτελέσματα της έρευνας που χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα του Μπιλ και της Μελίντα Γκέιτς, δημοσιεύτηκαν στην έγκριτη ιατρική Επιθεώρηση the Lancet.