Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των παιδιών που αντιμετωπίζουν κάποια από τις διαταραχές που περιλαμβάνονται στο φάσμα του αυτισμού, ανεβάζοντας το ποσοστό κατά 30% μέσα σε μια διετία. Ο λόγος για τη μεγάλη αυτή αύξηση δεν είναι τόσο η «έξαρση» της συγκεκριμένης διαταραχής όσο η μεγαλύτερη κατανόηση της κατάστασης που επιτρέπει να γίνεται έλεγχος σε παιδιά από την ηλικία ακόμα και των 18 μηνών. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, αφού η έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει αυτά τα παιδιά να αποδώσουν καλύτερα αργότερα στο σχολείο και στην ενήλικη ζωή τους.
Ο αυτισμός μπορεί να διαγνωστεί με ακρίβεια από την ηλικία των 2 ετών, όμως η μέση ηλικία στην οποία γίνεται η διάγνωση είναι τα 4 έτη. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι όσο νωρίτερα γίνουν οι κατάλληλες παρεμβάσεις από τους γιατρούς, τους εκπαιδευτικούς και τους θεραπευτές, τόσο καλύτερα μπορεί να αναπτύξει το παιδί τις κοινωνικές και γνωστικές ικανότητές του. Οι πρώτες ενδείξεις μπορούν να κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από την ηλικία των 18 μηνών: όταν το παιδί συστηματικά δεν ανταποκρίνεται όταν φωνάζουν το όνομά του, δεν δείχνει με το δάχτυλο κάτι που τραβάει το ενδιαφέρον του, δεν επιδιώκει την οπτική επαφή με άλλους ή δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε σκληρά αντικείμενα (π.χ. κλειδιά, μολύβια κ.λπ.) αντί για μαλακά (σεντονάκι, λούτρινα ζωάκια κ.λπ.).
Σε κάθε περίπτωση, δεν σημαίνει ότι κάθε παιδί που μπορεί να παρουσιάζει τέτοιες συμπεριφορές εμφανίζει μια τέτοιου είδους διαταραχή, όμως οι ειδικοί ενθαρρύνουν τους γονείς, σε περίπτωση που διαπιστώσουν παρόμοια σημάδια στη συμπεριφορά του να απευθυνθούν στον παιδίατρό τους για να έχουν μια πρώτη έγκαιρη εκτίμηση. Αν και ο αυτισμός δεν είναι κάτι που «περνάει» ή θεραπεύεται, μπορεί με την κατάλληλη βοήθεια να μην σταθεί εμπόδιο στο να ζήσει το παιδί μια φυσιολογική ζωή